καρανιστήρ

καρανιστήρ
καρανιστήρ, -ῆρος, ὁ και ἡ (Α)
αυτός που αποβλέπει στον αποκεφαλισμό, στην αποτομή τής κεφαλής («καρανιστῆρες... δίκαι» — δίκες που αποκεφαλίζουν, Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάρανον, πιθ. μέσω ενός αμάρτ. ρ. *καρανίζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • καρανιστῆρες — καρᾱνιστῆρες , καρανιστήρ beheading masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”